στείχω

στείχω
και εσφ. γρφ. στίχω Α
1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω ή έρχομαι (α. «τοὶ μὲν γὰρ ποτὲ πύργους πανδαμὶ πανομιλὶ στείχουσιν», Αισχύλ.
β. «εἴ τινά που μετ' ὄεσσι λάβοι στείχοντα θύραζε», Ομ. Οδ.)
2. φεύγω, απέρχομαι («στείχωμεν
ὡς κώλοισιν ἀμφίβληστρ' ἔχει», Αισχύλ.)
3. πληθ. στείχομεν
προχωρούμε στη σειρά, ο ένας πίσω από τον άλλο («οἳ δ' ἅμα Πατρόκλῳ ἔστιχον», Ομ. Ιλ.)
4. μτφ. φθάνω (α. «πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα κακά», Σοφ.
β. «ἀοιδὰ στείχει ἀπ' Αἰγινας», Πίνδ.)
5. φρ. α) «στείχω ἐπί τινα» — κινούμαι εναντίον κάποιου (Ηρόδ.)
β) «στείχω εἰς πόλεμον» — πάω για πόλεμο (Ομ. Ιλ.)
γ) «προσαμβάσεις κλίμακος στείχω» — ανεβαίνω τη σκάλα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στείχω ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *steigh- «βαδίζω, προχωρώ, ανεβαίνω» και συνδέεται με τα γοτθ. steigan (πρβλ. γερμ. steigen), αρχ. ισλδ. stīga, αρχ. ιρλδ. tīagu «βαδίζω, φεύγω», λιθουαν. steig-iu «επισπεύδω, επιταχύνω» και αρχ. ινδ. stighnoti «ανεβαίνω, ανέρχομαι» (από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας με έρρινο ένθημα). Στη μηδενισμένη βαθμίδα στιχ- τού στείχω ανάγεται η λ. στίχος* «σειρά, γραμμή προσώπων ή ομοειδών πραγμάτων» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. steg «μονοπάτι» και αρχ. νορβ. stig «βήμα»), ενώ στην ετεροιωμένη βαθμίδα στοιχ- η λ. στοίχος* «ευθύγραμμη διάταξη, σειρά», από όπου τα ρ. στοιχώ «στέκομαι κατά στοίχο, αντιστοιχώ» και μτφ. «συμφωνώ, συναινώ» (πρβλ. στοίχημα «συμφωνία») και στοιχίζω «παρατάσσω». Από τη λ. στοίχος*, τέλος, έχει παραχθεί η λ. στοιχείο, με αρχική σημ. «μέρος μιας σειράς ή ενός όλου», η οποία στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ευρέως στην επιστημονική ορολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στείχω — walk pres subj act 1st sg στείχω walk pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεῖχον — στείχω walk pres part act masc voc sg στείχω walk pres part act neut nom/voc/acc sg στείχω walk imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) στείχω walk imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείχετε — στείχω walk pres imperat act 2nd pl στείχω walk pres ind act 2nd pl στείχω walk imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείχῃ — στείχω walk pres subj mp 2nd sg στείχω walk pres ind mp 2nd sg στείχω walk pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεῖχε — στείχω walk pres imperat act 2nd sg στείχω walk imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείξω — στείχω walk aor subj act 1st sg στείχω walk aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείχει — στείχω walk pres ind mp 2nd sg στείχω walk pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείχομεν — στείχω walk pres ind act 1st pl στείχω walk imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείχοντα — στείχω walk pres part act neut nom/voc/acc pl στείχω walk pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στείχοντι — στείχω walk pres part act masc/neut dat sg στείχω walk pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”